- εκτοξεύομαι
- εκτοξεύομαι, εκτοξεύτηκα και εκτοξεύθηκα, εκτοξευμένος βλ. πίν. 20
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ευθυβολώ — (ΑΜ εὐθυβολῶ, έω) [ευθυβόλος] ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.) (ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχο αρχ. 1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]»,… … Dictionary of Greek
ξεβγαίνω — (Μ ξεβγαίνω και ἐξεβγαίνω και ἐξηβγαίνω) 1. βγαίνω έξω από κάποιο κλειστό χώρο νεοελλ. 1. απαλλάσσομαι από τις απαγορεύσεις τού κατεστημένου, χειραφετούμαι 2. παίρνω τον κακό δρόμο, πέφτω στη διαφθορά, εκπορνεύομαι μσν. 1. φεύγω από κάπου με… … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
τηλεβολώ — έω, Μ [τηλεβόλος] (το παθ.) τηλεβολοῡμαι, έομαι ρίπτομαι, εκτοξεύομαι από μακρινή απόσταση … Dictionary of Greek